παρατεταγμένοι

παρατεταγμένοι
παρατάσσω
place
perf part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρόκροσσος — ον, Α συν. στον πληθ. πρόκροσσοι, αι, α, και πρόκροσσοι, α 1. (ιδίως για πλοία) αυτοί που είναι παρατεταγμένοι κατά κανονικά διαστήματα, σε σειρές (α. «πρόκροσσαι ἐς πόντον ἐπί ὀκτώ» παρατεταγμένα [τα πλοία] με τις πρώρες προς το πέλαγος σε βάθος …   Dictionary of Greek

  • Πλαταιές — I Αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στα σύνορα με την Αττική, μεταξύ των βόρειων κλιτύων του Κιθαιρώνα και του ποταμού Ασωπού. Από τα λίγα ευρήματα προκύπτει ότι η περιοχή είχε κατοικηθεί από την προϊστορική εποχή. Στους ιστορικούς χρόνους, οι Π.… …   Dictionary of Greek

  • τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω …   Dictionary of Greek

  • ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… …   Dictionary of Greek

  • Ουρανός, Νικηφόρος — (10ος 11ος αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός. Έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Βασίλειου B’ (976 1025). Ως αρχηγός των βυζαντινών στρατευμάτων των ευρωπαϊκών επαρχιών, στάλθηκε από τον αυτοκράτορα εναντίον του ηγεμόνα των Βουλγάρων Σαμουήλ, που… …   Dictionary of Greek

  • Πύδνα — Αρχαία πόλη της Πιερίας κοντά στο ακρωτήριο Αθεράδα. Εμφανίζεται σε νομίσματα από το τέλος του 6ου αι. π.Χ. και αναφέρεται για πρώτη φορά από τον Θουκυδίδη (I. 137) ως Πύδνα η Αλεξάνδρου (εννοείται ο Αλέξανδρος A’ της Μακεδονίας), με αφορμή τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”